- πολυκυστικός
- -ή, -ό, Νιατρ.1. αυτός που έχει πολλές κύστεις ή αφορά σε πολλές κύστεις2. φρ. «πολύκυστική νόσος τών νεφρών»ιατρ. συγγενής ανωμαλία κατά την οποία παρατηρούνται πάμπολλες ευμεγέθεις κύστεις στον έναν ή και στους δύο νεφρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polycystic < πολυ-* + κυστικός (< κύστη)].
Dictionary of Greek. 2013.