πολυκυστικός

πολυκυστικός
-ή, -ό, Ν
ιατρ.
1. αυτός που έχει πολλές κύστεις ή αφορά σε πολλές κύστεις
2. φρ. «πολύκυστική νόσος τών νεφρών»
ιατρ. συγγενής ανωμαλία κατά την οποία παρατηρούνται πάμπολλες ευμεγέθεις κύστεις στον έναν ή και στους δύο νεφρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polycystic < πολυ-* + κυστικός (< κύστη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… …   Dictionary of Greek

  • ουραιμία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην κατακράτηση ουρίας και άλλων τοξικών ουσιών στο αίμα, επακόλουθο ανεπάρκειας της νεφρικής λειτουργίας. Είναι δυνατόν να εμφανιστεί κατά τρόπο οξύ ή να δημιουργηθεί σταδιακά ύστερα από οξέα νοσήματα …   Dictionary of Greek

  • νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”